Έχουν περάσει περισσότερα από πενήντα χρόνια από την εποχή που ο ψυχίατρος Άγγελος Κατακουζηνός δέχθηκε τον τελευταίο ασθενή του στο ιατρείο και σπίτι του στην οδό DSC_2446Αμαλίας 4, στην Αθήνα. Ένας θεράπων της Ιατρικής αλλά και της Τέχνης, καθώς μαζί με τη σύζυγό του, συγγραφέα Λητώ Κατακουζηνού, διατηρούσαν ένα ανοιχτό σαλόνι πνευματικής και κοινωνικής συνεύρεσης όχι μόνο εκπροσώπων της λεγόμενης Γενιάς του ’30 (Βενέζης, Τσαρούχης, Βασιλείου, Γκίκας κ.ά.), αλλά και ευρωπαίων διανοητών και καλλιτεχνών όπως ο Αλμπέρ Καμύ ή ο Μαρκ Σαγκάλ.

Όσο ενδιαφέρουσα κι αν ακούγεται η ζωή των Κατακουζηνών, το ίδιο ενδιαφέρων δείχνει και «ο βίος τους μετά τον βίο», καθώς το σπίτι τους σήμερα είναι το μουσείο «Οικία Κατακουζηνού», ένα πολυσύχναστο μουσείο, με έντονη πολιτιστική δραστηριότητα. Αν και μικρό, αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της εξέλιξης  των μουσείων στην Ελλάδα, λόγω της ιδιαιτερότητάς του ως σπίτι-μουσείο, αλλά και της αποτελεσματικότητας ως προς την επιτέλεση του σκοπού του.

Ο Άγγελος Κατακουζηνός, (1902-1982) Λέσβιος στην καταγωγή, μεγαλωμένος όμως στη Σμύρνη, σπούδασε ψυχιατρική στη Γαλλία. Φιλότεχνος ήδη από τα νεανικά του χρόνια, στο Παρίσι δημιούργησε φιλίες με άλλους Έλληνες φοιτητές, μετέπειτα σημαντικές μορφές των γραμμάτων και των τεχνών. Πρωτοπόρος και ακατάπαυστα δημιουργικός επιτέλεσε ένα πλούσιο και πολυσχιδές επιστημονικό και κοινωνικό έργο. Ενδεικτικά, ίδρυσε μία από τις πρώτες νευρολογικές κλινικές στην Ελλάδα, στο νοσοκομείο Παμμακάριστος, συμμετείχε στην ίδρυση της Ελληνικής Ιατρικής Ένωσης, στο Δ.Σ. του Ινστιτούτου Παστέρ, ίδρυσε την Ελληνογαλλική Πνευματική Ένωση και εργάστηκε για τα ιδεώδη του γαλλικού Διαφωτισμού, ενώ υπήρξε πρόεδρος της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης.

Γνώστης και λάτρης της Τέχνης, δεν υπήρξε ούτε καλλιτέχνης ούτε συλλέκτης, έπαιξε όμως ρόλο στην καλλιτεχνική ζωή της χώρας με τον δικό του τρόπο, στηρίζοντας και φέρνοντας σε επαφή καλλιτέχνες, ποιητές, συγγραφείς, αλλά και οDSC_2451ικονομικούς παράγοντες της Αθήνας, στο σαλόνι της οδού Αμαλίας. Εκεί, όπου το 1946 εν μέσω του Εμφυλίου πολέμου θα εκτεθούν για πρώτη φορά έργα του Λέσβιου ζωγράφου Θεόφιλου, τα οποία του εμπιστεύτηκε ο επίσης Λέσβιος και φίλος του, τεχνοκριτικός στο Παρίσι, Στρατής Ελευθεριάδης-Tériade. Και οι δύο μαθαίνουν για την ύπαρξη του λαϊκού ζωγράφου ένα βροχερό βράδυ των φοιτητικών τους χρόνων στο Παρίσι από τον ζωγράφο Γουναρόπουλο κι έκτοτε τους συνδέει για πολλές δεκαετίες ο σκοπός της ανάδειξης του Θεοφίλου. Η πρώτη έκθεση στο σαλόνι των Κατακουζηνών κατέβηκε σε δεκαπέντε ημέρες, αφού δέχθηκε ιδιαίτερη πολεμική από συντηρητικούς κύκλους, για να επανέλθει έναν χρόνο μετά στο Βρετανικό Συμβούλιο ύστερα από προσπάθεια του Κατακουζηνού και των φίλων του, Γ. Σεφέρη και Γ. Κατσίμπαλη.

Ο πρώτος Έλληνας καλλιτέχνης που εκτίθεται στο Λούβρο ήταν ο Θεόφιλος το 1961, και το επίτευγμα ανήκει στον Τεριάντ. Στη συνέχεια, ο Τεριάντ αναθέτει στον Κατακουζηνό που εμπιστεύεται τη σύσταση επιτροπής με πρόεδρο τον Κατακουζηνό, για την ίδρυση μουσείου Θεοφίλου σε πατρογονική του περιουσία στη Βαρειά της Λέσβου. Ο Κατακουζηνός και η σύζυγός του ανταποκρίνονται  ενθέρμως εργαζόμενοι για το σκοπό αυτό και το μουσείο εγκαινιάζεται το 1965 με μεγάλη επισημότητα. Ο Τεριάντ από σεμνότητα δεν παρίσταται στα εγκαίνια και σε μία συνέντευξη σε μεγάλη εφημερίδα  μερικά χρόνια αργότερα δεν αναφέρει το όνομα του φίλου και υποστηρικτή του, Κατακουζηνού. Διορθώνει με νέο δημοσίευμα μετά από επιστολή του Άγγελου, αλλά η ιστορία της δημιουργίας του μουσείου έκτοτε γράφεται χωρίς αναφορά στον φιλότεχνο ψυχίατρο.

Η χρονική στιγμή της ηθελημένης ή αθέλητης ΄παράλειψης του Τεριάντ είναι η αφετηρία της πρόσφατης έκδοσης ενός τόμου από την επιμελήτρια της «Οικίας Κατακουζηνού», κ. Σοφίας Ε. Πελοποννησίου. Η έκδοση δεν έρχεται ως δικαίωση του ιδεολόγου και φιλότεχνου Κατακουζηνού, αλλά ως πλήρη δικαίωση του πνεύματός του με το οποίο έδρασε και εξακολουθεί να προσφέρει.

Η επιμελήτρια αξιοποιεί, διαχειρίζεται, αναδεικνύει  και εμπλουτίζει το αρχειακό υλικό του μουσDSC_2449είου με τρόπο πολυπλεύρως δημιουργικό και επωφελή, εκπληρώνοντας καίριους μουσειακούς σκοπούς. Μέσα από αδημοσίευτο αρχειακό υλικό παρουσιάζει μία πτυχή της σύγχρονης ιστορίας της ελληνικής Μουσειολογίας, καθώς πρόκειται για ένα μέρος του χρονικού της ίδρυσης του Μουσείου Θεοφίλου. Επιστολές, δημοσιεύματα και κριτικές στον Τύπο, συνεντεύξεις, φωτογραφικό υλικό συνθέτουν μία εποχή, σκιαγραφούν ένα πνευματικό και ιδεολογικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δρουν οι πρωταγωνιστές μιλώντας οι ίδιοι. Ιδεολογικές κατευθύνσεις και αντιπαραθέσεις, κοινωνικές διαφορές, η λειτουργία της Τέχνης ως ιδεολογικό εργαλείο, είναι μερικά από τα στοιχεία που είναι δυνατόν να αντλήσει κανείς.

Δεν πρόκειται για απλή παράθεση υλικού, αλλά για ένα αφήγημα που παίρνει τη μορφή κινηματογραφικού φιλμ, καθώς ανάμεσα στα κείμενα και τις ασπρόμαυρες εικόνες μετά από μερικές σελίδες ζωντανεύουν τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, Θεόφιλος, Άγγελος, Στρατής, Λητώ, και των συμμετεχόντων, Σεφέρης, Μόραλης….

Σημειωτέον, στα μέσα της δεκαετίας του 1960 η επίσημη πολιτιστική πολιτική ήταν αποκλειστικά σχεδόν στραμμένη στην τουριστική προβολή της χώρας μέσω ίδρυσης αρχαιολογικών και σε δεύτερη περίπτωση λαογραφικών μουσείων. Η ίδρυση ενός μουσείου στην περιφέρεια αφιερωμένο σε έναν καλλιτέχνη, σαφώς θα ήταν ένα σχεδόν εξωπραγματικό για την εποχή γεγονός, παράμετρος η οποία διαφαίνεται στο βιβλίο.

Η Πελοποννησίου, φέρνει μετά από χρόνια σε κοινό χώρο τους τρεις Λέσβιους, τον Θεόφιλο, τον Τεριάντ και τον Άγγελο, ανοίγοντας ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράθυρο στην τοπική ιστορία της Λέσβου, στα σχολεία της οποίας (και όχι μόνον) το συγκεκριμένο βιβλίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εκπαιδευτικό υλικό με ποικίλους τρόπους.

Αξιοσημείωτη είναι η αισθητική του βιβλίου την οποία διέπουν χαρακτηριστικά και των τριών πρωταγωνιστών: λεπτότητα, απλότητα, φαντασία, ευφυία.

Η έκδοση αποτελεί ένα φορητό μουσείο, καθώς διατηρεί και αποκαθιστά μία μνήμη, ασκεί παιδευτικό ρόλο και προκαλεί συναισθήματα μέσω αυτής, είναι η φωνή ενός σύγχρονου μουσείου, της «Οικίας Κατακουζηνού» και μιλάει για την ιστορία ενός άλλου μουσείου. Στην πραγματικότητα, έχουμε έναν τριπλό εγκιβωτισμό.

Στα εγκαίνια του Μουσείου Θεοφίλου ο Κατακουζηνός στην ομιλία του αναφέρθηκε στα βάσανα, την απαξίωση και τη φτώχεια του αγαπημένου του Θεοφίλου: «Δεν ήρθαμε εδώ για να αποκαταστήσουμε τον Θεόφιλο, αλλά για να αποκαταστήσουμε εμάς τους ίδιους».

Το ίδιο λέμε κι εμείς σήμερα κρατώντας την έκδοση για την ιστορία που ο ίδιος δημιούργησε, αλλά ποτέ δεν αφηγήθηκε.

Λεωνή Π. Θανασούλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Fill out this field
Fill out this field
Δώστε μια έγκυρη ηλ. διεύθυνση.
You need to agree with the terms to proceed