Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, Μια ζωή χωρίς άλλλοθι, (όπως την αφηγήθηκα στον Γιάννη Μπασκόζο)
Μόνο ευχάριστη έκπληξη και θετική ανταπόκριση μπορεί να έχει η πρόσφατη κυκλοφορία του αυτοβιογραφικού βιβλίου της Ελένης Γλύκατζη – Αρβελέρ με τίτλο: Μια ζωή χωρίς άλλλοθι, (όπως την αφηγήθηκα στον Γιάννη Μπασκόζο). Η ιστορικός που έδωσε μια άλλη οπτική στους «σκοτεινούς» χρόνους του Βυζαντίου ξεκινά την αφήγησή της από τα παιδικά και νεανικά χρόνια της στην περιοχή του Βύρωνα όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά της μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, μας μεταφέρει στα επικίνδυνα χρόνια της Κατοχής, τις σπουδές της, την πορεία της στη Σορβόννη έως την αναγόρευσή της σε πρόεδρο και πρύτανη του πανεπιστημίου. Μιλά για τον Μάη του ’68 στο Παρίσι, την οικογένεια που δημιούργησε, τη σημερινή κρίση, τους φίλους της. Το στοιχείο που εντυπωσιάζει ιδιαίτερα στο βιβλίο είναι ο χρόνος. Μια ζωή εννέα δεκαετιών, σαφώς πλούσια σε εμπειρίες και άκρως ενδιαφέρουσα, περνά στα μάτια του αναγνώστη ευσύνοπτα, αστραπιαἰα σχεδόν. Η ιδιότητα της αυτοβιογραφούμενης δεν είναι δυνατόν να μην επηρεάσει τις προσδοκίες του αναγνώστη: θα περίμενε κανείς ένα έργο καλοδουλεμένο, βελονιά βελονιά, μετρημένο και ακριβές σαν βυζαντινό κέντημα, πλούσιο σαν ψηφιδωτό της Αγίας Σοφίας. Αντ’ αυτού, αρκετά κεφάλαια δίνουν την αίσθηση από ένα βιαστικά ραμμένο τσουβάλι, σουφρωμένο από τη βελόνα για να κλείσει γρήγορα.
Κανείς δεν οφείλει να απολογηθεί για τη ζωή του, αν και πολλές φορές ο αυτοβιογραφικός λόγος υπηρετεί και αυτή τη λειτουργία. Πάνω από όλα όμως είναι ένα σενάριο που το πλάθουμε κατά βούληση σύμφωνα με την εποχή που το αφηγούμαστε και το πως έχουμε διαμορφωθεί. Απορία δημιουργεί το κεφάλαιο που αναφέρεται στον Εμφύλιο με τίτλο: «Με τον Μάνο και τον Χρήστο στα βουνά», καθώς περιγράφει το ταξίδι και την επιστροφή της γράφουσας πότε με τα πόδια και πότε με φορτηγά μέχρι τη Στυλίδα Φθιώτιδας. Η φράση «στα βουνά», με τη σημερινή γνώση και αντίληψη της ιστορίας έχει πικρό βάρος, ιδιαίτερα για όσους πολέμησαν, και βίωσαν τραγωδίες εκεί και φυσικά των οικογενειών τους. Η χρήση του για το συγκεκριμένο κεφάλαιο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, καθώς θεωρώ δεν απηχεί εμπειρίες «των βουνών» και πιθανώς προσβάλλει το αίσθημα όσων τις βίωσαν πραγματικά. Εκτός κι αν η αφήγηση έχει ακούσιες παραλείψεις.
Η συγγραφέας θίγει το θέμα της εθνικής της ταυτότητας/συνείδησης «Ελληνίδα ή Γαλλίδα» και αποκρίνεται αναφερόμενη στα δημόσια έγγραφα, δηλαδή ότι έχει γαλλική ταυτότητα και εκλογικά δικαιώματα, συνεχίζοντας ότι είναι Γαλλίδα όπως και τα παιδιά της. Με την Ελλάδα τη συνδέουν οι άνθρωποι και η ιστορία της. Φυσικά, είναι αυτονόητο ότι ένας πνευματικός άνθρωπος του διαμετρήματος της κυρίας Αρβελέρ θα μπορούσε να χειριστεί το συγκεκριμένο θέμα ως αφορμή για μια σπουδαία συζήτηση και προβληματισμό, και είναι ένα από τα σημεία που ενισχύουν την κρίση του «σουφρωμένου τσουβαλιού» που αναφέρθηκε πιο πάνω. Με όποιες αρετές και αδυναμίες, το κάθε αυτοβιογραφικό εγχείρημα φέρει το εγγενές χαρακτηριστικό της αλήθειας, είτε ως πρόθεση του γράφοντος είτε όχι. Μια από αυτές είναι ότι η Γαλλίδα Αρβελέρ επιλέγει τα ελληνικά για να πει την ιστορία της, απευθυνόμενη στην Ελλάδα και τους Έλληνες τους οποίους επισκέπτεται μόνο για διακοπές. Θα ένιωθε να μιλήσει γαλλικά και να μοιραστεί με τους Γάλλους την ιερότητα του βίου της; Και αν το έκανε ποια θα ήταν η σύνδεση ενός Γάλλου με το αφήγημα και το πρόσωπο;
Μακάρι το βιβλίο αυτό να αποτελεί ένα πρώτο σχεδίασμα μιας βιογραφίας που θα αντανακλά αναλόγως σε βάθος και εύρος την προσωπικότητα της ακαδημαϊκού Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ.