Η πρόσφατη έκδοση της alphatrust για τον Λευκάδιο Χερν αποτελεί μία ενδιαφέρουσα, ιδιαίτερη έκδοση που εμπλουτίζει καίρια τόσο τη σχετική με τον συγγραφέα Χερν βιβλιογραφία, αλλά και πολύ ποιοτικά τη βιβλιογραφία του είδους. Περιλαμβάνει δύο βιβλία-βιογραφίες για τον εθνικό συγγραφέα της Ιαπωνίας, ένα της Elizabeth Bisland, δημοσιογράφου και φίλης του Χερν που εκδόθηκε το 1906 και ένα της συζύγου του, Σέτσου Κοϊζούμι που εκδόθηκε λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του, σε μετάφραση και προσαρμογή της Ισμήνης-Λουΐζας Ταμβακάκη. Η έκδοση περιλαμβάνει μόνο το πρώτο μέρος της έκδοσης της Μπίσλαντ, χωρίς το σύνολο των επιστολών του συγγραφέα.
Η Μπίσλαντ ξεκινά αναφερόμενη στη διαδικασία συγγραφής του πονήματός της για τις ανάγκες της οποίας συνέλεξε επιστολές του βιογραφούμενου, και παραδέχεται ότι επέλεξε να πρωταγωνιστούν στο βιβλίο της, καθώς η δύναμη του λόγου του Χερν αφοπλίζει οποιονδήποτε δυνητικό βιογράφο του κατά την ίδια. Περιλαμβάνει αυτοβιογραφικά κείμενα του Λευκάδιου και πιστή στο ειρηνικό του πνεύμα απαλείφει αναφορές σε εχθρούς και φίλους που θα ενοχλούσαν. Επικαλείται την τιμιότητα και την ειλικρίνεια στην απόπειρα κάθε σωστού βιογράφου για την απόδοση του έργου του και έτσι ταυτίζεται εμμέσως με τον Χερν, που η τιμιότητα ήταν η βασική αρετή του. Θα παραθέσει την προσωπογραφία του πέρα από τις εντυπώσεις, βάσει της γνωριμίας τους για 21 χρόνια, στοιχεία τα οποία, όπως λέει, μπορεί ο αναγνώστης να διασταυρώσει μελετώντας το έργο του.
Ξεκινά την αφήγησή της από τον τόπο γέννησης του Λευκάδιου, τη Λευκάδα και συνδέει τους μύθους της, «την τραγωδία και το ειδύλλιο» που εμπεριέχουν, όπως χαρακτηριστικά γράφει, τη θεϊκή φύση της με την ιδιοσυγκρασία και το πνεύμα που θα ακολουθούσε τον Χερν στις μακρές περιπλανήσεις του.
Συνεχίζει με την οικογενειακή του ιστορία, την ιστορία των γονιών του, την απομάκρυνσή του από κοντά τους, την αιώνια αφοσίωση στη μητέρα που τον εγκατέλειψε όπως την καταθέτει σε ένα κείμενό του, αναλύοντας το αποτύπωμα αυτών των συνθηκών καθ’ όλη την πορεία του. Τα χρόνια που διαπλάθεται η προσωπικότητά του και ζει στην Ουαλία* υιοθετημένος από τη θεία του πατέρα του είναι άγνωστα και η Μπίσλαντ αναζητά ίχνη τους σε μία μικρή ιστορία από το βιβλίο του «Καιντάν». Στο παιδί-ήρωα της ιστορίας η βιογράφος εύστοχα αναγνωρίζει τον Λευκάδιο όπως αναδύεται μέσα από τα αυτοβιογραφικά του σημειώματα τα οποία περιγράφει και παρατηρεί ότι ελάχιστα αφορούν αυτό που λέγεται «γεγονότα», υπογραμμίζοντας την διαρκή αναζήτησή του Λευκάδιου για το αίσθημα και την ουσία των πραγμάτων.
Οι παρατηρήσεις της Μπίσλαντ είναι ακριβείς και λιτές, και η βιογράφος έχει το ταλέντο να τις ενισχύει με τα κείμενα του Χερν που παραθέτει΄ μοιάζουν σαν γήινα προοίμια εξισορρόπησης στα κείμενά του, τα οποία βυθίζουν τον αναγνώστη σε μία εξώκοσμη πραγματικότητα. Η πρώτη του επαφή με τον κόσμο των πνευμάτων, η επίδραση του εκκλησιαστικού περιβάλλοντος όπου μεγάλωσε, η ειδωλολατρία του, η ομορφιά ως αιώνια αξία, τα αρχαιοελληνικά αρχέτυπα στην ψυχή του, η αγάπη του για τη γνώση, ο ονειρικός του κόσμος ξεδιπλώνονται μέσα από τα γραπτά του.
Μέσα από επιστολές και προσωπικές αφηγήσεις του Χερν, με ελάχιστες αναλογικά δικές της παρατηρήσεις, η Μπίσλαντ αναπαριστά τον φίλο της με ζωηρά χρώματα, σάρκα και οστά στις περιπλανήσεις του. Αρετή της Μπίσλαντ είναι ότι ξέρει να σιωπά, αφήνει τον Λευκάδιο να μιλά με τον πλούσιο λόγο του, για να ξεκουράσει τον ίδιο και τον αναγνώστη με τις δικές της ενδιάμεσες αφηγήσεις. Η συναισθηματική της εγγύτητα την καθιστά κύριο πρόσωπο της ιστορίας της, με μία διαφάνεια αλλά και στιβαρότητα στην εναλλαγή του αφηγητή, δυνατή μόνον στον κόσμο των πνευμάτων του Χερν. Η παράθεση μαρτυριών ή αλληλογραφίας του συγγραφέα με τρίτους είναι ωφέλιμη όχι μόνο για τις πληροφορίες που προσθέτουν, αλλά γιατί επιπλέον προβάλλουν ένα μέρος της εικόνας του.
Η βιογράφος συνθέτει τις περιόδους της ζωής του για τις οποίες δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες και όταν θέλει να τον τοποθετήσει στον τόπο και τον χρόνο αναπαριστά το περιβάλλον του με γλαφυρές και όσο είναι δυνατόν ακριβείς περιγραφές. Σε ορισμένα τέτοια σημεία η διαρκής αφηγηματική της ροή συμπυκνώνει τον χρόνο, τα πρόσωπα και τα βιώματα. Στη γνωριμία της μαζί του αφιερώνει λίγες μόνο γραμμές. Αμέσως περνάει στην φυσική του περιγραφή, τις εντυπώσεις της από τη φυσική του παρουσία, τη λεπτοφυή ιδιοσυγκρασία του με λεπτομέρειες. Με φυσικότητα περνά στις μαρτυρίες ανθρώπων του περιβάλλοντός του που εκτιμούσαν και θαύμαζαν τον Χερν, για να ενισχύσει και να ολοκληρώσει την προσωπογραφία του, διανθίζοντάς τες και με αρνητικές κρίσεις ορισμένων για το έργο του.
Η Μπίσλαντ παρουσιάζει τον Λευκάδιο σε όλες του τις όψεις, τον αναλύει, τον συμπονεί. Ως συγγραφέα, παιδί, πλάνητα, πένητα, διανοητή, δάσκαλο, οικογενειάρχη. Στέκεται φίλη του και στον θάνατο. Αναγνωρίζει όλη τη σημασία του έργου του όπως και τη δική του άγνοια για αυτό. Σε ορισμένα σημεία όπως στο κεφάλαιο για τη ζωή του στην Ιαπωνία μοιράζεται τον ενθουσιασμό του και οι περιγραφές της θυμίζουν τις δικές του περιγραφές, δηλαδή η ταύτιση της βιογράφου με το αντικείμενό της περνά από το ψυχικό και σε πρακτικό επίπεδο.
Στο τελευταίο κεφάλαιο σχολιάζει ότι με τις σημειώσεις ενός συναδέλφου του, ενός μαθητή του και της συζύγου του μπορεί να γραφεί μία βιογραφία του με τις οδηγίες της επιστημονικής σχολής της βιογραφίας, κατεύθυνση την οποία η ίδια απορρίπτει ως ανούσια παράθεση λεπτομερειών της καθημερινής ζωής χωρίς ουσία. Χωρίς αμφιβολία, η Μπίσλαντ έως το τέλος του βιβλίου μοιάζει όλο και περισσότερο στον Χερν που επιδιώκει την ουσία και το συναίσθημα των εμπειριών παρά την εξιστόρησή τους και την επιφάνεια.
Το βιβλίο κλείνει με τον θάνατο του συγγραφέα στην Ιαπωνία, όπου η Μπίσλαντ δίνει χώρο σε κείμενά του σχετικά με το τέλος της ζωής, όπως και των ανθρώπων που τον έζησαν από κοντά. Ο επίλογός της ολιγόλογος με την αναφορά της στην αναγνώριση του έργου του στο παρόν και το μέλλον και στην αφοσίωση ορισμένων ανθρώπων στην αθανασία μέσω της τέχνης τους.
Το βιβλίο της κ. Χερν που ακολουθεί στην έκδοση, με τον τίτλο Αναπολώντας τον Λευκάδιο Χερν, είναι σαφώς μικρότερο σε έκταση. Πρόκειται για τις αναμνήσεις της κατά δεκαεπτά χρόνια μικρότερης συζύγου του, στην οικογένεια της οποίας βρήκε την εστία και τη θαλπωρή που στερήθηκε από τα παιδικά του χρόνια.
Η Σετζούκο παίρνει την πρωτοβουλία να ολοκληρώσει την ανεκπλήρωτη βούληση του Λευκάδιου να γράψει την αυτοβιογραφία του και χωρίς ίσως να το συνειδητοποιεί παίρνει τον ρόλο του ως συγγραφέα, γεγονός που παρηγορεί την ίδια, αισθάνεται πως διασώζει μέρος από τη ζωή του και τον φέρνει πιο κοντά της. Γράφει σε τρίτο πρόσωπο, με αυστηρό ρυθμό στην αφήγηση, δίνοντας καίριες πληροφορίες για την Ιαπωνία που γνώρισε ο Λευκάδιος και την επίδρασή της σε αυτόν. Είναι αξιοσημείωτο ότι παρά τη δεδομένη αγάπη της γι’ αυτόν τον αναφέρει ως Χερν, στοιχείο που ερμηνεύεται ως πολιτισμική διαφορά το πιθανότερο, καθώς θεωρεί σημαντικό να παρουσιάσει τον συγγραφέα και όχι τον σύζυγό της. Μιλά για τον χαρακτήρα και τις ιδιορρυθμίες του που την έφερναν κοινωνικά σε δύσκολη θέση, χωρίς ιδιαίτερα προσωπικές αναφορές στη σχέση τους. Μέσω των λιτών περιγραφών της φωτίζει τον χαρακτήρα του, η ίδια δεν εμφανίζεται ακόμη και στις σκηνές που περιγράφει και είναι μαζί του. Δείχνει να έχει κατανοήσει σε βάθος την ιδιοσυγκρασία του άντρα της, να τον αποδέχεται. Τα περιστατικά που επιλέγει να αφηγηθεί από την κοινή ζωή τους είναι επιλεγμένα προσεκτικά για να τονίσουν την ηθική του, την βαθιά φιλοσοφία του, την αθωότητά του, τις δυσκολίες του, τον ανθρωπισμό, την παιδεία του.
Η Σετζούκο μεταφέρει την ατμόσφαιρα του σπιτιού και της ζωής μαζί του χωρίς πάθος ή πρόθεση εμβάθυνσης. Γνωρίζει πως αυτό θα συμβεί στον αναγνώστη από τα λεγόμενά της. Αφιερώνει μεγάλο μέρος της αφήγησης στην ησυχία που επιζητούσε ο Χερν σε κάθε επίπεδο, είτε στην πόλη που ζούσαν είτε στο ίδιο το σπίτι, όχι μόνο ως συνθήκη της εργασίας του, αλλά και ως συνθήκη για να υπάρχει. Η αγάπη του για την ομορφιά, για την παράδοση της Ιαπωνίας και η απόρριψη κάθε τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή του ξετυλίγεται γλαφυρά. Η ασθένειά του καταλαμβάνει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, ενώ στο τελευταίο παραθέτει τι αγαπούσε ο Λευκάδιος περισσότερο, τις θρησκευτικές του αναζητήσεις στην Ιαπωνία, όπως και τους τελευταίους περιπάτους τους.
Αναμφισβήτητα, η συμβολή της γραφής της Σετζούκο Κοϊζούμι στην κατανόηση του έργου του εθνικού συγγραφέα της Ιαπωνίας είναι μεγάλη. Σημαντική όμως είναι και η μετάφραση της Λουίζας Ταμβακάκη, όπως και η έκδοση του διπλού αυτού έργου στα ελληνικά, που θα επιτρέψει στο ελληνικό κοινό να γνωρίσει τον σπουδαίο, αλλά και άγνωστο ακόμη Λευκάδιο Χερν.
1 Σχόλιο. Leave new
Thank you for informing your readers about Lafcadio Hearn.
Takis Efstathiou